«Τρώω μάταια, κοιμάμαι μάταια, ονειρεύομαι μάταια, γαμιέμαι μάταια,
αγαπάω μάταια και μάταια περιμένω ν’ αγαπηθώ.
Πνίγηκα τελικά στα όνειρα μας.
Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα
και μέσα στο σκοπό πεθαίνει κάθε τι παιδικό.
Τελικά μας αξίζει αυτή η ζωή;
Εμείς σίγουρα δεν μπορεί να της αξίζουμε,
παραείναι απλή για μας.
Συχνά αναρωτιέμαι αν ο κύκλος είναι φαύλος ή εγώ;
Βρωμάνε τα κουφάρια που άφησε πίσω του, ή σαπίσανε τα σωθικά μου;
Μα θαρρώ πως είμαι ακόμα ζωντανός,
η ελπίδα πεθαίνει τελευταία ακόμα και στην εποχή των μηχανών.
Οι καταραμένοι ποιητές χάθηκαν στη κόλαση τους,
άφησαν μονάχα γόνιμη τέφρα,
να χάνεται κι αυτή παραδόξως στη λήθη.
Στην ουσία ψάχνω να βρω ουσία,
η ψυχή μου ακρωτηριάστηκε από μικρή,
συνήθης πρακτική της Δυτικής Ιατρικής.
Ό,τι ελαττωματικό κόβεται!
Το κεφάλι μου δεν έχει θέση εδώ,
στην ανία επιβραδύνει τη παραγωγή, περιττό…
Άλλη μια φορά η γκιλοτίνα καρτερεί να πέσει χαμηλά,
βυθισμένη στη μοναξιά της, καθαρίζει δίχως να θέλει να λερωθεί.
Οι Μούσες κλειστήκαν σπίτι κι έχασαν τα λογικά τους,
μυρίζει άνοιξη, κρίνα κι αγριολούλουδα·
σαν τρέφονται με σάρκα που το πόνο τραγουδά
κι αίμα που απαλά το θάνατο χαϊδεύει,
σβήνουν θαμπές μνήμες και λόγια του αέρα.
Ας πιούμε λοιπόν κι ας διαβάσουμε τα σημάδια των καιρών,
μιας και ήδη πνιγόμαστε στη κουταλιά που τρώμε…»