Στον πέμπτο όροφο μίας κοντινής πολυκατοικίας, το πάρτυ που μέχρι πριν καμία ώρα είχε φασαρία έχει αρχίσει να ηρεμεί και να αδειάζει. Στα ηχεία παίζει Walk on by από Isaac Hayes για να χορέψουν αργά τα τελευταία ζευγαράκια. Ένα αγόρι ψάχνει την τσάντα του, την βρίσκει και την ψαχουλεύει για να βρει τον αναπτήρα του, τον οποίο αποτυγχάνει να βρει. Τον είχε πάρει η κοπέλα του πριν φύγει με έναν φίλο της από την Αθήνα. Δεν ξέρει αν τον ενοχλεί περισσότερο το γεγονός ότι η Ελένη έφυγε με κάποιον άλλο ή ότι έφυγε με τον αναπτήρα του. Είχε σκεφτεί να την χωρίσει πάνω από μία ντουζίνα φορές, αλλά ποτέ δεν κατάφερε να το κάνει πράξη. Κάθε φορά που ξεκίναγε φουριόζος να τελειώσει την σχέση του μαζί της εκείνη του χαμογελούσε. Του χαμογελούσε τόσο ήρεμα. Σιχαίνεται το πόσο αγαπούσε αυτό το χαμόγελο. Τον νάρκωνε αυτό το χαμόγελο.
Μία κοπέλα κάθεται στον καναπέ αναστενάζοντας απογοητευμένη. Είναι η τελευταία φορά που προσπαθεί να νταντέψει την κολλητή της. Είχε φύγει με ένα τυχαίο παιδί που παρουσίασε σε όλους σαν φίλο της απ’ την Αθήνα. Δεν της άρεσε καθόλου αυτό και σκέφτεται τι να τις κάνει άλλωστε φίλες σαν την Ελένη; Δεν την βοήθησε ποτέ σε τίποτα και δεν άκουγε όταν της έλεγε τα παράπονά της. Στην πραγματικότητα δεν την είχε ανάγκη, μόνο ενέργεια και χρόνο ξόδευε. Το γεγονός όμως που τις κρατάει ενωμένες είναι πως η Ελένη χρίζει βοηθείας. Αυτή είναι που πίνει κάθε φορά παραπάνω από όσο αντέχει και συναναστρέφεται με άτομα που δεν πρέπει. Αν δεν ήταν για την κολλητή της θα είχε καταλήξει σε κάποιο χαντάκι μέχρι τώρα. Δυστυχώς είναι τόσο ευχάριστο να την βοηθάς κι ας μην λάβεις ποτέ αντάλλαγμα. Ένας εγωιστής εναρμονίζεται τόσο όμορφα με κάποιον που τον χαρακτηρίζει ανιδιοτέλεια.
Το πάρτυ εκείνο τελείωσε με τσιρίδες και σειρήνες.
Για κάποιο λόγο όλοι έκλαψαν για την Ελένη.
Την πουτάνα την Ελένη…
πολύ καλό